- μιλίου
- μίλιονa Roman mileneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
Μίλιος Ζουπανοπολίτης — (18ος 19ος αι.). Ο κυριότερος εκπρόσωπος της ελληνικής λαϊκής γλυπτικής και ένας από τους λιγοστούς επώνυμους λαϊκούς καλλιτέχνες. Γεννήθηκε στο Ζουπάνι (σημερινό Πεντάλοφο) των ηπειρομακεδονικών συνόρων και δούλεψε στα χωριά του Πηλίου κατά τα… … Dictionary of Greek
λέρος — I Ακατοίκητη νησίδα (υψόμ. 64 μ.) του Σαρωνικού κόλπου. Βρίσκεται στον κόλπο της Ελευσίνας, στη βορειοανατολική ακτή της Σαλαμίνας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαλαμίνας της νομαρχίας Πειραιώς. II Νησί (53 τ. χλμ., 8.207 κάτ.) του Αιγαίου… … Dictionary of Greek
λερός — I Ακατοίκητη νησίδα (υψόμ. 64 μ.) του Σαρωνικού κόλπου. Βρίσκεται στον κόλπο της Ελευσίνας, στη βορειοανατολική ακτή της Σαλαμίνας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαλαμίνας της νομαρχίας Πειραιώς. II Νησί (53 τ. χλμ., 8.207 κάτ.) του Αιγαίου… … Dictionary of Greek
λι — (I) λῑ (Α) επίρρ. λίαν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού λίαν (πρβλ. λι πόνηρος «λίαν πονηρός»)]. (II) το μετρολ. κινεζική μονάδα μήκους ίση με το 1/3 τού μιλίου, δηλ. ίση με 536 μέτρα … Dictionary of Greek
πετάλι — Μικρό νησί του Ιόνιου, σε απόσταση ενός ναυτικού μιλίου από το βορειοδυτικό άκρο του, μικρού επίσης, νησιού Κίθρο. * * * (I) το, Ν [πέταλο] 1. παστός κέφαλος που ανοίγεται στα πλάγια και παίρνει το σχήμα τού πετάλου 2. σύκο ανοιγμένο και… … Dictionary of Greek
στάδιο — Χώρος οργανωμένος για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων με την παρουσία θεατών. Ο όρος στάδιο προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει την απόσταση των αγώνων δρόμου. Αργότερα, στην αρχαία πάντοτε Ελλάδα, σήμαινε μια μονάδα μέτρησης αποστάσεων… … Dictionary of Greek
ψείρα — Μικρό νησί του Κρητικού πελάγους, μήκους 1 μιλιού και ύψους 693 ποδιών. Στην αρχαιότητα ήταν κατοικημένο από την πρωτομινωική έως την υστερομινωική εποχή. Ανασκαφές έφεραν στο φως χρυσά περιδέραια λεπτότατης τέχνης, ζωόμορφα ρυτά και ανάγλυφες… … Dictionary of Greek
Δωδεκάνησα — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.663 τ. χλμ., 190.071 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται Ν της Σάμου και της Ικαρίας έως το Λιβυκό πέλαγος και Α των… … Dictionary of Greek
Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ … Dictionary of Greek